Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λι-πόνηρος λίαν πονηρός

См. также в других словарях:

  • λι — (I) λῑ (Α) επίρρ. λίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι πόνηρος «λίαν πονηρός»)]. (II) το μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα …   Dictionary of Greek

  • λιπόνηρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. τού επιρρ. λίαν) + πονηρός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»